ΕΛΙΠΟΛ
Παλιά, πολύ παλιά τότε που βγάζαμε φωτογραφίες σε φιλμ και μετά τις εμφανίζαμε βουτώντας τα σε διάλυμα από μεταλλικό άργυρο, ζούσε ένα μικρό κορίτσι που το λέγανε Ελισάβετ. Ήταν κοκκινομάλλα, πολύ άτακτη και της άρεσε όλο να χοροπηδά. Κάποτε αρρώστησε βαριά οπότε χρειάστηκε να μείνει εσωτερική για πολύ καιρό σε ένα τεράστιο, πανάσχημο και προς επισκευή νοσοκομείο. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν υπό διάλυση, η μπογιά ξεφυλλιζόταν απ` τους τοίχους, τα ασανσέρ έτρεμαν και έτριζαν. Το αδύνατο κοριτσάκια με τα γυαλιά δεν είχε εκεί με ποιόν να παίξει ούτε κανένα να παρακαλέσει για κάτι αλλά επειδή δεν φοβόταν τίποτε την νύχτα συχνά ξετρύπωνε από την αίθουσα του νοσοκομείου. Της άρεσε τότε να περιδιαβαίνει τους σκοτεινούς διαδρόμους του και να ονειρεύεται ότι αν είχε τα εργαλεία θα το επισκεύαζε ολόκληρο – θα έσφιγγε όλες τις βίδες, θα κολλούσε τα πλακάκια, θα έβαφε τους τοίχους.
Κανά δυο χρόνια μετά, όταν η Ελισάβετ έγινε μια όμορφη νεαρή κοπέλα, οι γιατροί κατάφεραν να την κάνουν καλά. Μπόρεσε τότε να επιστρέψει στο σχολείο και στο σπίτι της. Ήταν πια μια λογική και ευγενική κοπέλα.
Θέλοντας να καλύψει τον χαμένο χρόνο το έριξε στο διάβασμα ενώ μετά τα μαθήματα βάλθηκε να ράβει από παλιά ξεφτισμένα παντελόνια ένα ταγάρι. Το ταγάρι ήταν πολύ όμορφο και εφοδιασμένο με διαχωρίσματα και θήκη ειδική για το πορτοφόλι. Η Ελισάβετ (που είχε πια μεγαλώσει και την έλεγαν Έλα) άρχισε να ενδιαφέρεται για την φωτογραφία. Γράφτηκε σε σχολή όπου έμαθε πως είναι φτιαγμένη μια φωτογραφική συσκευή, πως να ρυθμίζει όλα αυτά τα κουμπιά ώστε οι φωτογραφίες που θα βγουν να έχουν τον σωστό φωτισμό και ευκρίνεια, πως να τις εμφανίζει σε διάφορα διαλύματα στο σκοτεινό στούντιο.
Κατά την διάρκεια των συναρπαστικών αυτών μαθημάτων γνώρισε ένα νέο που τον έλεγαν Χρήστο. Ο Χρήστος ήταν πάντα γελαστός, κουβάλαγε μαζί του σακίδιο στο οποίο βρισκόταν κι ένας χάρτης, διότι ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.
Από τότε η Έλα και ο Χρήστος έγιναν αχώριστοι και η Έλα του έραψε στην ραπτομηχανή για δώρο ειδική ζώνη για την φωτογραφική μηχανή. Άρχισαν τότε να περιπλανιόνται σε παρατημένα εργοστάσια, σε χωματερές ορυχείων και να σκαρφαλώνουν σε υψικαμίνους.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο και αν και δεν είχαν λεφτά για το όλο εγχείρημα αποφάσισαν να παντρευτούν. Η Έλα έραψε μόνη της το νυφικό όσο για την τελετή του γάμου την προετοίμασαν με τις φίλες της.
Η Έλα ποτέ δεν αποχωριζόταν το ταγάρι της στο οποίο φύλαγε για παν ενδεχόμενο κάθε λογής ψιλολόι. Έτσι όταν κατευθύνονταν στον γάμο με το αυτοκίνητο ξαφνικά χάλασε και έπεσε το φλάς, η Έλα όμως έβγαλε αμέσως απ` το ταγάρι πέντε βίδες κι ένα κατσαβίδι φτιάχνοντάς το στο άψε σβήσε. Το ταγάρι το κρατούσε πάντα πεντακάθαρο και από σκουπίδια μηδέν, είχε όμως μέσα πέντε τσίχλες, απαραίτητες για να κολληθούν τίποτε πλακάκια ή να κεραστούν φίλοι, 4 εξαρτήματα για γράψιμο : μια πένα, ένα στυλό, ένα μαρκαδόρο κι ένα μολύβι με το οποίο υπέγραψαν την πράξη γάμου καθώς και 7 μέτρα κορδονιού μπας και χρειαστεί σε κάτι.
Ήταν πολύ ευτυχισμένοι και συχνά μετακομίζανε. Όταν σε ένα μέρος του κόσμου συνέβαινε κάτι το αξιοπερίεργο ο Χρήστος το έψαχνε στον χάρτη και μετά πηγαίνανε εκεί, τραβούσαν φωτογραφίες και ταινίες τις οποίες μετά έστελναν στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Για να φτάνουν μάλιστα πιο γρήγορα επί τόπου ο Χρήστος έμαθε να πιλοτάρει αεροπλάνο. Στα διάφορα ταξίδια τους γνωρίζονταν με πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους που του καλούσαν μετά πρόθυμα στο σπίτι τους. Τους άρεσε να κοιμούνται σε σκηνή και να κάθονται γύρω απ` την φωτιά τραγουδώντας με συνοδεία κιθάρας.
Η Έλα ήταν πάντα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει διάφορες αντίξοες καταστάσεις που μπορούσαν να προκύψουν. Στο ταγάρι φύλαγε πχ σε μια θήκη ένα φακό, μια μπαταρία 9 βολτ, τρία εξαρτήματα για ράψιμο σε περίπτωση που σκιζόταν το σακίδιο : μια βελόνα, κλωστή και μέτρο, 3 παραμάνες, μπατονέτες για τ` αυτιά και σουγιά απαραίτητο για κατασκήνωση.
Η Έλα και ο Χρήστος δεν έκαναν δυστυχώς παιδιά γι` αυτό και ζούσαν από μέρα σε μέρα. Η Ελισάβετ στο ταγάρι της της είχε μια θήκη για πορτοφόλι όπου έριχνε τα ψιλά. Κάποτε και ενώ και οι δυο ήταν κάπου πολύ μακριά απ` το σπίτι η Ελισάβετ αρρώστησε βαριά και από τότε ήταν αναγκασμένη να παραμένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μαζί της αρρώστησε και όλος ο κόσμος, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πλέον να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο, να τραγουδάνε μαζί και να παίζουν κιθάρα γύρω απ` την φωτιά. Αντί για αυτό έστελναν στην Έλα γράμματα και κάρτες με ιστοριούλες και περιπέτειες απ` την ζωή τους. Ο Χρήστος της διάβαζε την αλληλογραφία αυτή, δείχνοντάς της και στον χάρτη που είχε βγάλει από το σακίδιο από ποιο μέρος του κόσμου προέρχονταν.
Το πιο σημαντικό ήταν ότι και οι δυο δεν έχαναν ούτε στιγμή την αίσθηση του χιούμορ. Η Έλα μάλιστα παρόλο που ήταν μονίμως ξαπλωμένη μαστόρευε, πχ επισκεύασε όλες τις μπαλαντέζες ρεύματος, καθώς επίσης έραβε στην ραπτομηχανή. Όταν έμενε από δυνάμεις, για να συνεχίσει να το κάνει, αποφάσισε ότι όλα τα χρήματα που θα μάζευε στο πορτοφόλι θα πήγαιναν στην αγορά ενός μεγάλου κομματιού γης. Κάτι που πράγματι κατάφερε μέσω διαδικτύου να κάνει αν και δεν μπόρεσε να πάει να το δει επί τόπου γιατί αισθανόταν όλο και πιο αδύναμη. Για να μην σκέπτεται συνέχεια την αρρώστια της καταστρώνανε σχέδια με τον Χρήστο για το πως θα το διαμορφώσουν και τι θα χτίσουν πάνω του. Και μάλιστα του βρήκαν ωραίο όνομα : ΕΛΙΠΟΛ.
Δυστυχώς η Έλα δεν κατάφερε ποτέ να δει με τα μάτια της την γη της.
Ο Χρήστος όμως πήρε τον χάρτη του και ενώ παλιά ταξιδεύανε πάντα οι δυο τους, αυτή την φορά πήγε μόνος του στο ΕΛΙΠΟΛ. Και κάτω από μια κοτρόνα που βρισκόταν εκεί και ανάμεσα σε τρεις κλαίουσες ιτιές έθαψε το ταγάρι της αγαπημένης του γυναίκας. Αποτύπωσε επακριβώς στην μνήμη του την ποσότητα των αντικειμένων που περιείχε. Και την αποτύπωσε με τέτοια σειρά ώστε να σχηματίζουν συντεταγμένες στον χάρτη δηλαδή μοίρες, λεπτά, δευτερόλεπτα : 51*07'47”N i 19*33'41.
Οι φίλοι της Έλα και του Χρήστου στο ΕΛΙΠΟΛ φυτέψανε λουλούδια και δέντρα γύρω από την κοτρόνα που κάτω της ήταν θαμμένο το ταγάρι. Τριγύρω φύτρωσε ωραιότατο, παραμυθένιο δασύλλιο με δέντρα που απ` τους καρπούς τους φτιάχνανε νόστιμα επιδόρπια, κομπόστες και ηδύποτα. Επιλέχθηκε μάλιστα εκεί ειδική εστία για φωτιά όπου θα μπορούσαν να παίζουν κιθάρα όπως άρεσε στην Έλα.
Μέχρι σήμερα οι φίλοι, που συχνά επισκέπτονται το μέρος αυτό, καθισμένοι γύρω απ` την φωτιά συχνά μπορούν να δουν πως πάνω απ` τα κεφάλια τους πετάει το αεροπλάνο του Χρήστου και τους κουνάει τα φτερά κάνοντάς του σήμα ότι θυμάται την Έλα.
Τα χρόνια περνάνε, ο κόσμος αλλάζει, τα δέντρα όλο και μεγαλώνουν, και οι κρεμαστές κούνιες μαζί τους. Κάθε παιδί που από κάποιο θαύμα βρίσκεται στο δασύλλιο κοντά στην κοτρόνα, συλλογιέται τι θα μπορούσε μόνο του να βάλει στο θαμμένο στην γη ταγάρι της Έλα. Κάτι όμως που θα του χρειαστεί για να τα βγάλει πέρα σε κάθε κατάσταση.
Και εσύ τι θα έβαζες στο ταγάρι;
Συγγραφείς : Ελισάβετ και Χρήστος Κους